Περιγραφή
Η ιδέα για τη μελέτη της διαχείρισης του πόνου στο δημόσιο επίπεδο γεννήθηκε πριν από δέκα περίπου χρόνια. Το πρώτο ερέθισμα δόθηκε μέσα από την παρατήρηση ενημεροδιασκεδαστικών εκπομπών της ελληνικής τηλεόρασης που για μεγάλα διαστήματα διαχειρίζονταν τα προβλήματα των πολιτών. Η εύρεση ενός κρεβατιού στην εντατική διεκπεραιωνόταν ευκολότερα, εάν προηγουμένως ο πολίτης κατέφευγε στα «φιλάνθρωπα» ΜΜΕ για «να πει τον πόνο του». Η αντίστοιχη «αλληλεγγύη» διέκρινε και τις πελατειακές σχέσεις μεταξύ πολιτών και πολιτικών. Ασφαλώς, πρόκειται για τη μία από τις πολλές όψεις ενός ζητήματος που η οικονομική ύφεση καθιστά σήμερα εξαιρετικά επίκαιρο.
Το φαινόμενο της αντιμετώπισης υποθέσεων πόνου διαχύθηκε με το πέρασμα του χρόνου στο διαφημιστικό λόγο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα blogs. Υπερέβη την πολιτική και τα ΜΜΕ στις παραδοσιακές τους μορφές. Η κυριαρχία των υπερμέσων μείωσε την απήχηση της τηλεόρασης, την ίδια στιγμή που τα κινητά τηλέφωνα και οι ταμπλέτες εξασφάλισαν άμεση πρόσβαση στην εναλλακτική ειδησεογραφία και τα κοινωνικά δίκτυα.
Το φιλεύσπλαχνο και επιδέξιο “management” της ανθρώπινης οδύνης στη δημόσια σφαίρα εξοστράκισε το ανεπικοινώνητο του πόνου και ευδοκίμησε χάρη στη στάση της απατηλής οικειότητας από την πλευρά των ασκούντων την επιτροπεία του άλγους έναντι όσων το υποφέρουν. Η νηπιακή και παιδική ηλικία δεν εξαιρέθηκε. Στα “reality” τα παιδιά εργαλειοποιήθηκαν και μετατράπηκαν σε κοινά ανταλλάξιμα αγαθά.
Το βιβλίο εξετάζει τις γλωσσικές, κοινωνικοπολιτικές, νομικές και ψυχολογικές διαστάσεις της αντιμετώπισης του ανθρώπινου πόνου που «ανεβαίνει» στη δημόσια σφαίρα. Δεν απευθύνεται σε «καλούς και αγαθούς» αναγνώστες, αλλά σε όσους επιμένουν να «πλανώνται» ότι μπορούν να εξελιχθούν σε ενεργούς διαμορφωτές της επικοινωνίας.